συναμεταξύ

συναμεταξύ
επίρρ. τοπ., ανάμεσά μας / σας / τους: Έχουν προβλήματα συναμεταξύ τους. – Συναμεταξύ σας δεν πρέπει να γίνονται αυτά. – Θα σου πω έναμυστικό, αλλά να μείνει συναμεταξύ μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναμεταξύ — Ν επίρρ. (συν. με προσ. αντων.) ανάμεσα, μεταξύ («να μείνει συναμεταξύ μας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *συν ανα μεταξύ (< συν * + ανά + μεταξύ) με απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • αλλήλως — επίρρ. (Μ ἀλλήλως) 1. αμοιβαία, μεταξύ τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση τού ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο 2. μόνοι τους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”