- συναμεταξύ
- επίρρ. τοπ., ανάμεσά μας / σας / τους: Έχουν προβλήματα συναμεταξύ τους. – Συναμεταξύ σας δεν πρέπει να γίνονται αυτά. – Θα σου πω έναμυστικό, αλλά να μείνει συναμεταξύ μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.